Τον Μάιο, «τον πιο όμορφο καιρό για δυο» -σύμφωνα με το τραγούδι-, συνέχισα να βρίσκομαι, όπως και τους προηγούμενους ανοιξιάτικους μήνες, μέσα σε ποιήματα κι αποσπάσματα αγαπημένων μου βιβλίων. Μέχρι που επιστρέφοντας στον αριστουργηματικό «Αύγουστο», έμεινα στις σελίδες του και τον διάβασα ξανά. Το παράδοξο του Μαΐου ήταν, που μαζί με την κόρη μου, διάβασα για πρώτη φορά στη ζωή μου Χάρι Πότερ. Το δανειστήκαμε από τη βιβλιοθήκη και περάσαμε όλον τον μήνα με μάγους, ξόρκια και σκουπόξυλα.
Παρόλο που γελάσαμε και κουβεντιάσαμε πολύ για όσα πραγματεύεται, η μικρή μου φοβόταν (αλλά επέμενε να το τελειώσουμε), εγώ αυτοσχεδίαζα και διασκεύαζα για χάρη της τις τρομαχτικές σκηνές κι εντέλει δε την ενθουσίασε. Οπότε αυτόν τον μήνα, δεν έκανα ταξίδια μακρινά, πήγα μόνο στην Αθήνα του σήμερα με το «Περίγραμμα».
«Περίγραμμα», Ρέιτσελ Κάσκ, Μετάφραση: Α. Δημητριάδου, Εκδόσεις Gutenberg, 2019
Το ιδιαίτερο στο «Περίγραμμα», το πρώτο βιβλίο της πολυσυζητημένης τριλογίας της Κάσκ (1967), είναι ότι η πρωταγωνίστρια δεν πρωταγωνιστεί. Αυτή την εντύπωση σχηματίζει αρχικά ο αναγνώστης, καθώς τη βλέπει να μιλάει λίγο και να ακούει πολύ τις ιστορίες ζωής των άλλων.
Η κεντρική ηρωίδα, με την οποία η συγγραφέας μοιράζεται κοινά βιογραφικά στοιχεία, έρχεται από το Λονδίνο στην Αθήνα κατακαλόκαιρο για να διδάξει σε ένα σεμινάριο δημιουργικής γραφής. Στο διάστημα της τριήμερης παραμονής της, συναντάει φίλους κι αγνώστους -τον συνεπιβάτη της στο αεροπλάνο, συγγραφείς, τους μαθητές της- που «θέλουν να της δώσουν ένα περίγραμμα της ζωής τους».
Στα δέκα κεφάλαια του βιβλίου, οι συνομιλητές της αυτοσυστήνονται μέσα από τα βιώματα και τα σημαντικά επεισόδια της ζωής τους. Προβαίνουν σε εκ βαθέων εξομολογήσεις, ενώ η ηρωίδα παραμένει επί το πλείστον σιωπηλή, ακούει χωρίς να κρίνει, να παρηγορεί ή να συμβουλεύει. Κάποιες φορές, όμως, διηγείται αντίστοιχα στιγμιότυπα από τη δική της ζωή ή παρεμβαίνει εύστοχα και με ειλικρίνεια στα λεγόμενα τους.
Οπότε, σταδιακά, μέσα από τις αφηγήσεις των άλλων, τις υποκειμενικές εκδοχές, τα λάθη, τις υπαρξιακές αναζητήσεις, τα όνειρα, τις απογοητεύσεις τους, αποδίδεται και το περίγραμμα της κεντρικής ηρωίδας. Άλλοτε βλέπει «στις ζωές των άλλων έναν σχολιασμό της ζωής της», άλλοτε για ό,τι της λένε για τον εαυτό τους, εκείνη βρίσκει «το αντίστοιχο αρνητικό στον δικό της εαυτό». Οι ιστορίες ζωής των άλλων -αποτυχημένοι γάμοι, αδιέξοδες σχέσεις, οικογενειακές συγκρούσεις –περιγράφουν ή αντι-περιγράφουν τη δική της ζωή.
Όπως το όνομά της, Φαίη, εμφανίζεται μια φορά στο κείμενο, έτσι αναπάντεχα κάνουν την εμφάνιση τους οι περιστάσεις και τα στοιχεία που την προσδιορίζουν. Έχει δύο παιδιά, είναι πρόσφατα χωρισμένη, βαθιά πληγωμένη, με μία λαχτάρα να αποτινάξει από πάνω της στερεότυπα που της έχουν επιβληθεί. Δεν την ενδιαφέρει να πείσει κανέναν, αδιαφορεί για το τι σκέφτονται οι άλλοι, σαν να αναζητάει να φτάσει «σ’ εκείνο το επίπεδο της πραγματικότητας, όπου το καθετί αποκτά την αληθινή του αξία κι είναι αυτό που φαίνεται».
Παρότι δεν υπάρχει πλοκή, κάποια επεισόδια της ζωής των ηρώων έχουν συναισθηματικές κορυφώσεις, όπως η εκδρομή του Παναγιώτη με τα παιδιά του, ο συνεπιβάτης και το οικογενειακό μνήμα, η ιστορία της Πηνελόπης με τον σκύλο. Η αφήγηση της Κάσκ είναι διεισδυτική, αποφθεγματική, πυκνή σε ιδέες και νοήματα και καταπιάνεται με πλήθος ζητημάτων: τις σχέσεις των φύλων, τον τρόπο ανατροφής των παιδιών, τη μητρότητα, τη θηλυκότητα, τις κοινωνικές προσδοκίες, τη μοναξιά, τη φύση της συγγραφής, τη μετάφραση της λογοτεχνίας, τη γλώσσα.
Θα έλεγα καλύτερα ότι τίθενται πολλαπλά ερωτήματα. Πώς φαινόμαστε στους άλλους και ποιοι είμαστε στα αλήθεια; Μπορούμε να μιλάμε για μία αλήθεια, αφού ο καθένας βλέπει την πραγματικότητα από τη δική του σκοπιά; Τι ορίζουμε ως πραγματικό και τι ως ψευδαίσθηση; Πώς χτίζουμε τις μεταξύ μας σχέσεις; Πώς βιώνουμε την απώλεια- του εαυτού, του συντρόφου, του σπιτιού; Τι είναι δικό μας και τι μας έχει επιβληθεί από την κοινωνία με τέτοιο τρόπο, ώστε να το θεωρούμε δικό μας; Πώς γράφεται εντέλει μία ιστορία;
Η «ενδοσκόπηση μέσω της παρατήρησης» έχει πολύ ενδιαφέρον ως εγχείρημα, αν και υπάρχουν κάποια σημεία με ευδιάκριτα ψήγματα αυταρέσκειας, κάτι αναπόφευκτο, νομίζω, όταν κάποιος δίνει φωνή στην υποκειμενικότητα και τη δική του οπτική. Το «Περίγραμμα» της Κάσκ είναι μυθιστόρημα πρωτότυπο -ως προς τη δομή και την αφήγηση- γοητευτικό, βαθυστόχαστο (σε εξαίσια μετάφραση). Μιας και πρόκειται για Τριλογία -όπως και στην περίπτωση της Σμιθ– θα περιμένω και τα επόμενα βιβλία -τη Μετάβαση και το Κύδος-, προτού προβώ σε αμετάκλητα συμπεράσματα (θα διαβάσω και το Άρλιγκτον Πάρκ).
Ωστόσο, θεωρώ ότι κατά την ανάγνωση του «Περιγράμματος» μπορούν να συμβούν δύο τινά: είτε ο αναγνώστης θα σταθεί στην επιφάνεια και θα του φανεί ασφυκτική όλη αυτή η ενδοσκόπηση -ως πολυτέλεια του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου λόγω των άνετων συνθηκών διαβίωσης του. Είτε θα παρασυρθεί και θα ανακαλύψει δικά του κομμάτια, θα σχεδιάσει ο ίδιος, με τη σειρά του, το δικό του περίγραμμα.
Σε μένα μου συνέβη το δεύτερο. Με εντόπισα στις αφηγήσεις των άλλων. Οι ιστορίες τους, αν μη τι άλλο, φανερώνουν πόσο διαφέρουμε, πόσο μοιάζουμε κι ότι είμαστε σαν «ένας ιστός που κανείς δεν μπορεί να ξεμπλέξει μία κλωστή του χωρίς να αγγίξει τις υπόλοιπες».