«Ο Ζοφερός Οίκος» και «Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρoλογιών»

Τον φετινό Οκτώβριο, με το φως να λιγοστεύει και τα πρώτα κρύα, έκανα δύο υπέροχα ταξίδια, στην Αγγλία της βικτοριανής εποχής και την Τουρκία του χθες.

Ο «Ζοφερός Οίκος», Charles Dickens

Μετάφραση: Κ. Παπαμιχάηλ, Εκδόσεις Gutenberg, 2016

Για μένα ο Ντίκενς είναι ένας αυθεντικός, μεγαλοφυής, πρωτοπόρος συγγραφέας του 19ου αιώνα και κάθε φορά που διαβάζω βιβλία του με συναρπάζει με το ανατρεπτικό του χιούμορ, την κριτική του οξυδέρκεια, την ενστικτώδη του ενσυναίσθηση, την ολοζώντανη αφήγηση του και πολλά ακόμα. Ο «Ζοφερός Οίκος» είναι ένα σπουδαίο κλασικό μυθιστόρημα κι ακόμα κι αν θορυβηθεί κάποιος στην αρχή με τις χίλιες τετρακόσιες του σελίδες, σίγουρα στη συνέχεια θα εύχεται να ήταν το διπλάσιο σε μέγεθος. Ρέει σαν το νερό (χάρη και στην εκπληκτική μετάφραση του), μιλάει για τα πάντα, έχει συναρπαστική πλοκή, αλησμόνητους χαρακτήρες, παραμένει γοητευτικό κι επίκαιρο όσο την εποχή που γράφτηκε.

Ο «Ζοφερός οίκος» δημοσιεύτηκε από το 1852 έως το 1853, κατά τη συγγραφική πρακτική του Ντίκενς να γράφει και να εκδίδει σε μηνιαίες ή εβδομαδιαίες συνέχειες τα έργα του, σε περιοδικά κι εφημερίδες. Κάτι που καταλαβαίνουμε καθώς το διαβάζουμε, αφενός γιατί η ιστορία ακολουθεί συγκεκριμένο αφηγηματικό ρυθμό με δραματική κορύφωση στο τέλος του κάθε μέρους, προκειμένου να διατηρείται αμείωτη η αγωνία του αναγνωστικού του κοινού, έως ότου δημοσιευτεί η συνέχεια. Αφετέρου γιατί ο Ντίκενς βλέπει τι γίνεται στην εποχή του και αποδίδει με ζωντάνια και ρεαλισμό μία τοιχογραφία της ζωής της Βικτοριανής Αγγλίας και των ανθρώπων της.

Συνθέτει με περίσσια τέχνη ένα πολυπλόκαμο σύμπαν ιστοριών και χαρακτήρων που διασταυρώνονται με ποικίλους κι ευφάνταστους τρόπους σε ένα μυθιστόρημα που περιέχει στοιχεία πολλών ειδών (ρεαλισμό, ρομάντζο, φανταστικό, μελόδραμα, σάτιρα, αστυνομικό μυστήριο, κοινωνική κριτική κ.α.) τα οποία εναλλάσσονται αρμονικά. Με μία αφήγηση γεμάτη καταιγιστική δράση (ιδιαίτερα στον β΄τόμο), υπέροχες περιγραφές τοπίων, ανθρώπων και καταστάσεων, σπαρταριστό χιούμορ, ειρωνεία -άλλοτε καυστική άλλοτε λεπταίσθητη– απολαυστικές μακροσκελείς παρομοιώσεις, μεταφορές και ποιητικότητα, ο Ντίκενς μάς μεταφέρει από τις αριστοκρατικές επαύλεις των αγγλικών προαστίων στις πιο φτωχικές συνοικίες του Λονδίνου. Του οποίου η διαρκής πυκνή ομίχλη -πραγματική και συμβολική- καθορίζει την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος.

Στην καρδιά του βρίσκεται η δικαστική υπόθεση «Τζάρνταϊς και Τζάρνταϊς» – κατά την οποία ένας κληροδότης συνέταξε πολλές διαθήκες κι είναι πολλοί όσοι διεκδικούν την κληρονομιά. Ωστόσο, επειδή εκδικάζεται σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, το δικαστήριο του Τσάνσερι καθυστερεί βασανιστικά να εκδώσει μία ετυμηγορία κι η υπόθεση «σέρνεται χωρίς καμία ελπίδα στον αιώνα τον άπαντα και με το νοσηρό της χέρι διαφθείρει ή καταστρέφει τους ενδιαφερόμενους».

Ο Τζόν Τζάρνταϊς, ιδιοκτήτης του «Ζοφερού οίκου», ένας πολύ πλούσιος και πολύ γενναιόδωρος άνθρωπος, είναι από τους ελάχιστους που «νιώθει μεγάλη αποστροφή για τον καφκικό λαβύρινθο του Δικαστηρίου», και σπεύδει κάθε φορά να βοηθήσει ή να αποτρέψει όσους εμπλέκονται. Έτσι, με σκοπό να προστατεύσει την Έιντα και τον Ρίτσαρντ, -μακρινά ξαδέρφια και δικαιούχοι σε μία από τις διαθήκες-, αναλαμβάνει την επιμέλειά τους.

Συγχρόνως, παίρνει υπό την κηδεμονία του την Έστερ Σάμερσον, -μία κοπέλα που δε γνώρισε ποτέ τους γονείς της- για να γίνει συνοδός της Έιντα και οικονόμος του «Ζοφερού οίκου», όπου αρχίζουν να μένουν κι οι τέσσερεις. Παράλληλα, ξετυλίγεται η ιστορία της οικογένειας Ντέντλοκ, αρχίζοντας από τη στιγμή που η μυστηριώδης Λαίδη Ντέντλοκ αναγνωρίζει τον γραφικό χαρακτήρα ενός εγγράφου της υπόθεσης κι αναζητάει εκείνον που το έγραψε. Ενώ, ο δικηγόρος τους, παραμονεύει την παραμικρή της κίνηση κι αποκαλύπτει σταδιακά το σκοτεινό της παρελθόν. Μαζί με τους πρωταγωνιστές, πάρα πολλοί ήρωες -κεντρικοί και δευτερεύοντες- περνάνε από την πύλη και τις σελίδες του «Ζοφερού Οίκου».

ο Ζοφερός Οίκος

Τις ιστορίες τους μας διηγούνται παράλληλα δύο αφηγητές, ο παντογνώστης σε τρίτο πρόσωπο κι η Έστερ σε πρώτο. Ο πρώτος εξιστορεί τι συμβαίνει στο παρόν -στο Δικαστήριο, τη ζωή της Λαίδης Ντέντλοκ κι άλλων προσώπων. Η Έστερ η οποία είναι η συνδετική μορφή των κεντρικών ιστοριών, περιγράφει σε παρελθόντα χρόνο τα γεγονότα των οποίων υπήρξε μάρτυρας κι όσα (τρομερά) συνέβησαν στην ίδια,. Ίσως, στην αρχή, μας παραξενέψει με την ωκεάνια καλοσύνη της και μας φανεί εξιδανικευμένη, αλλά καθώς προχωράει η ζωντανή κι αυθεντική αφήγησή της, κατανοούμε γιατί «κατοικούν πάνω της όλες οι αρετές».

Όπως και θαυμάζουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Ντίκενς σκιαγραφεί/ψυχογραφεί τόσο την Έστερ όσο κι όλους τους ήρωες του. Με οξύνοια και δεξιοτεχνία προσδίδει σάρκινη υπόσταση στον καθένα ξεχωριστά και παρότι είναι πολλοί, είναι συνεκτικοί, σαγηνευτικοί, σφύζουν από ζωή, προκαλώντας μας από βαθειά συμπόνια μέχρι έντονη αντιπάθεια. Μέσω των ηρώων του, που εκπροσωπούν όλες τις κοινωνικές τάξεις και τους ανθρώπινους τύπους της εποχής, γνωρίζουμε τις νοοτροπίες και τις αντιλήψεις που επικρατούσαν και παρακολουθούμε -με αμείωτη συναισθηματική ένταση- τα ηθικά τους διλήμματα, τις σχέσεις, τις δοκιμασίες, την αντίσταση ή την πτώση τους. Ενώ, την ίδια στιγμή αναδύονται μέσα από την πλοκή καίρια και διαχρονικά ζητήματα.

Δεν είναι μόνο ότι από την αρχή ως το τέλος, ο Ντίκενς κατακεραυνώνει το νομικό και συνεπακόλουθα το πολιτικό σύστημα της χώρας του, διακωμωδώντας τα, εύστοχα κι ευρηματικά, αλλά ότι παράλληλα καταδεικνύει πώς οι αυθαιρεσίες κι οι αδυναμίες τους γεννάνε τις ανισότητες, την εξαθλίωση και κάθε λογής αδικία. Επιπλέον, καταπιάνεται με πλήθος θεμάτων: τις ανθρώπινες σχέσεις, τη θέση της γυναίκας, τη βία στην οικογένεια, την υποκρισία της φιλανθρωπίας, τα στερεότυπα, την απληστία, τη σύγκρουση της θέλησης με τη μοίρα, τον έρωτα, την αυταπάρνηση, την εντιμότητα, την ανιδιοτελή αγάπη, την αστείρευτη καλοσύνη και τόσα ακόμα.

Ο Ντίκενς επενδύει στην ανθρώπινη καλοσύνη, διακηρύσσει τη σημασία της ως αντίποδα στη διαφθορά της κοινωνίας και τις παρωπίδες της εξουσίας. Άλλωστε, υπήρξε σφοδρός επικριτής της αγγλικής κοινωνίας, πάντα τασσόταν με τη πλευρά των φτωχών και των αδικημένων με συμπόνια κι ενσυναίσθηση, πάντα εναντιωνόταν σε κάθε μορφή τυραννίας. Ο «Ζοφερός οίκος» είναι ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα, ένα σπουδαίο έργο, μία διαχρονική ανατομία της κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων. 

υ.γ. Σονάτα για βιολοντσέλο

«Ινστιτούτο ρύθμισης ρολογιών», Αhmed Hamdi Tanpinar

Μετάφραση: Σ. Χρηστίδου, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019

Ένα πραγματικά ξεχωριστό βιβλίο από έναν από τους κορυφαίους συγγραφείς της τουρκικής λογοτεχνίας, ο οποίος πρώτη φορά εκδίδεται στα ελληνικά. Το «Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών», το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε ο Τάνπιναρ (1901 -1962), άρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1954 και θεωρείται «κόσμημα του τουρκικού μοντερνισμού. Καταλαβαίνουμε το γιατί, διαβάζοντας το.

Ο Τάνπιναρ εκκινεί από την ιστορία της χώρας του και τη χρονική στιγμή κατά την οποία αναγκάζεται ν’ αφήσει πίσω το οθωμανικό παρελθόν της και να συμβαδίσει με τις αξίες του δυτικού τρόπου ζωής. Πλήθος μεταρρυθμίσεων επιβάλλονται σε κάθε πτυχή της δημόσιας κι ιδιωτικής ζωής κι ο Τάνπιναρ με όχημα την «υιοθέτηση» της δυτικής ώρας, συνθέτει με ευφυή κι αιχμηρό τρόπο, μία δυνατή, πολυεπίπεδη, αλληγορική σάτιρα για την ανθρώπινη ύπαρξη και την κοινωνία.

Αφηγητής είναι ο εξηντάχρονος Χαϊρί Ιρντάλ που μάς ενημερώνει ότι αποφάσισε να γράψει τα απομνημονεύματά του, παρόλο που δεν του αρέσει η γραφή κι η ανάγνωση. Παραθέτει εν τάχει την τραγελαφική περίπτωση που αναγκάστηκε να γράψει με ψεύτικα στοιχεία ένα ιστορικό βιβλίο που πάραυτα είχε μεγάλη επιτυχία, αλλά μας διευκρινίζει ότι δεν επιθυμεί να αφηγηθεί τα αφ’ εαυτού του. Αντίθετα, θεωρεί καθήκον του απέναντι στις επερχόμενες γενιές να καταγράψει όσα είδε κι άκουσε δουλεύοντας δέκα χρόνια στο Ινστιτούτο Ρύθμισης Ρολογιών «το μεγαλύτερο κι ίσως χρησιμότερο ίδρυμα του αιώνα μας». Όπως και για να διαψεύσει τις συκοφαντίες τόσο για το ίδρυμα όσο και για τη «διάνοια» που το εμπνεύστηκε, τον άνθρωπο που άλλαξε τη ζωή του Χαϊρί εν μία νυκτί, τον Χαλίτ Αγιαρτζί.

Μας λέει ότι πριν γνωρίσει τον Χαλίτ, ζούσε κάτω από την ανάγκη της επιβίωσης κι υπό το βάρος της κακοτυχίας, «ήταν ένας απελπισμένος άνθρωπος που περιέφερε τη ζωή του σαν καμπούρα στην πλάτη». Αφότου, όμως, συναντάει τον Χαλίτ, ένα δαιμόνιο και πολυμήχανο πρώην κρατικό λειτουργό, θιασώτη του εκσυγχρονισμού, η ύπαρξη του μεταμορφώνεται. Ο Χαϊρί γίνεται υποδιευθυντής του Ινστιτούτου Ρύθμισης Ρολογιών, πλουτίζει, αποκτάει κύρος, φήμη κι απολαμβάνει τη δόξα.

Κι ενώ μας προετοιμάζει ότι θα γράψει για όλα τα παραπάνω, συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να μιλήσει για «το μετά» χωρίς να αναφερθεί στο πριν. Οπότε, πρώτα αρχίζει να ανασυνθέτει το παρελθόν του και πολύ αργότερα, μας μιλάει για τη σύσταση και τον σκοπό αυτού του δημόσιου ιδρύματος. Από την έναρξη και μόνο προϊδεαζόμαστε για την αφέλεια του αφηγητή (μου θύμισε κάπως τον Ζήνωνα του Σβέβο) και το σάστισμα που νιώθει μπροστά στα γεγονότα. Δεν αργούμε να ανακαλύψουμε ότι είναι ένας ήρωας, παγιδευμένος ανάμεσα στην παλιά και την καινούρια του ζωή, την ευτυχία, που προσδοκούσε ότι θα έρθει με τα πλούτη και τα νέα ήθη.

Από την καταιγιστική αφήγηση του περνάνε διάφορα είδη ρολογιών, υπέροχες εικόνες της Κωνσταντινούπολης, ο ωρολογοποιός δάσκαλός του Χαϊρί, ο πατέρας του, η τσιγκούνα θεία, οι γυναίκες του ·προφήτες, αλχημιστές, άνθρωποι που καλούν πνεύματα, που ξημεροβραδιάζονται στα καφενεία, κυνηγοί θησαυρών, ψυχαναλυτές, εκκεντρικοί γραφειοκράτες, αδίστακτοι δημόσιοι υπάλληλοι.

Παρακολουθούμε πώς ό,τι αρχίζει σοβαρά, τελειώνει με απρόσμενα αποτελέσματα, πώς από ένα ασήμαντο σφάλμα γεννιούνται αλλεπάλληλες συμφορές. Βέβαια, το αποκορύφωμα του παραλογισμού είναι το περιβόητο Ινστιτούτο κι όσα γίνονται κατά τη δημιουργία και τη λειτουργία του επιβεβαιώνουν τη φράση του Χαϊρί: «Χάρη στη διάνοια, ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα. Όλες, όμως οι αποφάσεις του, η συμπεριφορά και οι σχέσεις του διαψεύδουν την ύπαρξη αυτής της διάνοιας».

Ίσως να μη μας είναι ξεκάθαρο από την αρχή το συνεκτικό νήμα που συνδέει τις ιστορίες των ηρώων, όμως, ο Τάνπιναρ δεν αφήνει τίποτα στην τύχη κι όλα μπαίνουν σιγά σιγά στη θέση τους. Κάθε χαρακτήρας εκπροσωπεί αξίες, ήθη και νοοτροπίες τις οποίες ο συγγραφέας περιγράφει και σατιρίζει, παλινδρομώντας εξαιρετικά ανάμεσα στο σοβαρό και το λογικό, το κωμικό και το τραγικό. Κι ο αφηγητής του -απολαυστικός και απρόβλεπτος-, μάς προσφέρει αιφνίδιο γέλιο, στοχασμό και βαθιά συγκίνηση (όπως στη σκηνή με το γιο του και το γεράνι).

Ο Τάνπιναρ, ευρηματικά και διεισδυτικά πραγματεύεται την φαρσοκωμωδία του ανθρώπινου αδιεξόδου, την ταυτότητα, τις αδυναμίες μας, τη σχέση μας με τον χρόνο, τον τρόπο που εσωτερικεύουμε την αντίστιξη παρελθόντος και παρόντος. Σατιρίζει την γραφειοκρατία, τους κρατικοδίαιτους δημοσίους οργανισμούς, τον νεποτισμό, την ψυχανάλυση, τους παρωχημένους θεσμούς -και πολλά ακόμα. Με τους συμβολισμούς και τις αλληγορίες του αναδεικνύει τη σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας, Ανατολής και Δύσης και φιλοτεχνεί αριστοτεχνικά το πορτρέτο της Τουρκίας και τη θέση της ανάμεσα σε δύο κόσμους.

Αλλά μιλάει και για κάθε κοινωνία που εκσυγχρονίζεται, για τον αντίκτυπο των αλλαγών στην προσωπική ζωή και για εκείνους που, όπως ο Χαϊρί, αδυνατούν να συμβαδίσουν με τις επιταγές της και να συμμερισθούν τα νέα της ήθη (με γνώμονα -συνήθως-το συμφέρον). Όχι, όμως, επειδή νοσταλγούν το παρελθόν, αλλά επειδή προσπαθούν να διατηρήσουν το είναι τους και την ταυτότητά τους σε έναν κόσμο που διαρκώς μεταβάλλεται.

Πραγματικά το «Ινστιτούτο» είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο σε εξαιρετική μετάφραση. Ίσως αν υπήρχε ένα επίμετρο να μας κατατόπιζε περισσότερο σχετικά με το έργο και την εποχή του συγγραφέα. Εύχομαι να μεταφραστούν κι άλλα βιβλία του και κλείνω με τα λόγια του Χαϊρί «Κάποιες φορές αναλογίζομαι πόσο παράξενα όντα είμαστε στ’ αλήθεια. Όλοι παραπονιόμαστε για τη σύντομη ζωή μας· και τι δεν κάνουμε όμως ασυναίσθητα για να σπαταλήσουμε μία ώρα αρχύτερα το χρονικό διάστημα που λέγεται μέρα».

υ.γ. the sound of Istanbul

(Visited 2,147 times, 1 visits today)

Leave A Comment

Your email address will not be published.