Φινάλε φθινοπώρου. Η αλήθεια είναι ότι μετά το «Κουτσό» αποσυντονίστηκα, πέρασαν αρκετές μέρες χωρίς να διαβάσω τίποτα, άργησα να βρω τους αναγνωστικούς μου ρυθμούς και γενικά όλον τον Νοέμβρη κάτι μου έφταιγε. Ωστόσο, ταξίδεψα δύο φορές στην Αμερική: στη σύγχρονη και την Αμερική του 19ου αιώνα με τα «δεκάτη δεκεμβρίου» και «Μέρες δίχως τέλος» αντίστοιχα.
«δεκάτη δεκεμβρίου», George Saunders, Μετάφραση: Γ.Ι. Μπαμπασάκης, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015
Με το που αρχίζω να διαβάζω, νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει γρηγορότερα. Έχω πέσει με τη μία σε ένα αλλόκοτα γοητευτικό χάος, σε έναν άγνωστο χωρόχρονο όπου δεν ξέρω ποιος μιλάει, γιατί μιλάει με αυτόν τον τρόπο και τι στο καλό συμβαίνει. Ο Σόντερς σαν ταχυδακτυλουργός εμφανίζει τη μία λεπτομέρεια μετά την άλλη, ρίχνει φως στα πρόσωπα και τα συμβάντα, βάζει το χάος σε τάξη. Στο τέλος της ανάγνωσης, τίποτα δεν είναι όπως φαινόταν κι ο παλμός της καρδιάς ακούγεται σαν καλπασμός.
Αστεία και σκοτεινά, λογικά και παράλογα, ευρηματικά και παραπλανητικά τα δέκα διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή «δεκάτη δεκεμβρίου» αναδίνουν την ίδια αίσθηση, διαβάζονται σαν ένα έργο. Κάποια εκτυλίσσονται στο παρόν, κάποια είναι σαν προφητείες για το άμεσο δυστοπικό μέλλον, όλα σκιαγραφούν με δυναμική ακρίβεια τον σύγχρονο, καθημερινό, απλό άνθρωπο που ζει τον εφιάλτη του Αμερικάνικου Ονείρου.
Οι ήρωες του Σόντερς νιώθουν μοναξιά, παλεύουν να τα καταφέρουν, αναζητούν μία ευκαιρία, παραβιάζουν τον κανόνα. Θέλουν κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό, μα διαπράττουν λάθη ανεπανόρθωτα. Γονείς που στο όνομα της αγάπης δρουν εσφαλμένα, παιδιά που δεν γίνονται αποδεκτά από το κοινωνικό τους περιβάλλον κι αποσύρονται στον φανταστικό τους κόσμο. Άνθρωποι που επηρεάζονται βαθύτατα από τη γνώμη των άλλων, που η δυστυχία τους συνδέεται άρρηκτα με την καταναλωτική κοινωνία και τις εργασιακές συνθήκες, που ζουν υποταγμένοι, στερημένοι, αναξιοπρεπείς. Και καθετί που φαντάζει αδιανόητο στο παρόν, είναι πιθανόν να συμβεί στο μέλλον: όπως υπάρχουν τα αντικαταθλιπτικά, μπορούν κάλλιστα να εφευρεθούν φάρμακα που να κάνουν τον άνθρωπο να μιλάει καλύτερα, να αγαπάει περισσότερο, να πείθεται ευκολότερα.
Είναι συναρπαστικός ο τρόπος με τον οποίο ξετυλίγονται οι μαρτυρίες και οι οπτικές των ηρώων. Ο Σόντερς επιδίδεται σε διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές, σε εξαιρετικές εναλλαγές ύφους, ισορροπεί πλήθος αντιθετικών στοιχείων. Η γλώσσα των κειμένων είναι προφορική, αυθόρμητη, ακατέργαστη με παύσεις, δισταγμούς, κομμένες φράσεις, μισές λέξεις, με «χαχα» στο τέλος.
Ο Σόντερς μπαίνει μέσα στο υποσυνείδητο των ηρώων του, μιλάει με τη φωνή τους, με τις διαφορετικές φωνές τους. Εντοπίζει τις ρωγμές και τα τραύματα τους, σκύβει μέσα τους με τρυφερότητα κι οξυδέρκεια, τα κατανοεί, τα ενστερνίζεται. Κάνει και τον αναγνώστη να μπαίνει στη θέση των ηρώων, να μετέχει στο δράμα τους, να συλλογίζεται το δίλημμα τους, να καρπώνεται την αποτυχία τους, να παγώνει στη λίμνη και να σκοντάφτει σε ένα εξόγκωμα στο πάτωμα.
Μιας και το διήγημα ως είδος είναι συμπυκνωμένη αφήγηση και η περίπτωση του Σόντερς είναι ιδιόρρυθμη, θεωρώ ότι όσα λιγότερα γνωρίζουμε για την υπόθεση των ιστοριών, τόσο το καλύτερο. Οπότε, δεν πρόκειται να προβώ σε περαιτέρω αποκαλύψεις. Ο Σόντερς είναι χαρισματικός συγγραφέας, επιβάλλεται με το αφηγηματικό του ένστικτο, με τους υπαινιγμούς και τις ευφυείς του ανατροπές, ανοίγει σήραγγες βαθιάς συγκίνησης με το δηκτικό του χιούμορ. Μπορεί σε δύο σελίδες να μιλήσει καταιγιστικά για όλα τα ανθρώπινα, όπως συμβαίνει στο διήγημα «Βέργες», μπορεί πραγματευόμενος την σκοτεινιά της σύγχρονης εποχής να σου δείχνει το φωτερό κομμάτι ζωής που υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο.
Έψαξα στο internet να βρω τι έχει συμβεί στις δέκα Δεκεμβρίου. Είδα ότι το 1948 υπογράφηκε από τον ΟΗΕ η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων. Ίσως γι’ αυτό διάλεξε ο Σόντερς τον συγκεκριμένο τίτλο για τη διηγηματική του συλλογή σαν υπενθύμιση για το δικαίωμα του καθενός να ζει ως άνθρωπος και όχι ως θύμα. Όπως λέει κι ο ήρωας του: «Βάδισα, εξημερωμένος, αρνάκι, σ’ εκείνο το πλήθος των αδαών, και σκεφτόμουν: Εντάξει, λοιπόν, εντάξει εσείς με στείλατε, φέρτε με πίσω τώρα. Βρείτε κάποιον τρόπο να με φέρετε […]».
Στο σύνολο τους είναι εξαιρετικά διηγήματα, πέντε από αυτά τα βρήκα ξεχωριστά.«Τα ημερολόγια» και το τελευταίο που έχει ομώνυμο τίτλο με τη συλλογή, το «δεκάτη δεκεμβρίου», είναι από τα ομορφότερα που έχω διαβάσει στη ζωή μου. «Στα ημερολόγια» βλέπουμε πώς διαπράττεται η Ύβρις και στο ομώνυμο πώς επέρχεται η Κάθαρση.
Νομίζω ότι θα απολάμβανα περισσότερο αυτό το βιβλίο, αν το είχα διαβάσει πριν το συναρπαστικό του μυθιστόρημα «Λήθη και Λίνκολν». Εκεί είναι ολοφάνερο πόσο εξελίχθηκε η τεχνική και το ταλέντο του, με τη «Λήθη» κατέκτησε απάτητη κορυφή. Γι’ αυτό θα σας προτείνω, αν δεν γνωρίζετε τον Σόντερς να αρχίσετε με το «δεκάτη δεκεμβρίου» (αν ξέρετε αγγλικά με τα προηγούμενα από αυτό).
Όπως, επίσης, θα σας πρότεινα να διαβάσετε την εκπληκτική ομιλία του για την καλοσύνη στην τελετή αποφοίτησης στο Πανεπιστήμιο, όπου διδάσκει, όπως και να δείτε συνεντεύξεις του. Μπορεί να διαισθανθείτε κι εσείς το ίδιο με εμένα: ότι αυτός ο άνθρωπος με το γλυκό βλέμμα, που τον βλέπεις να μιλάει κι ακούς τα γρανάζια του μυαλού του να γυρίζουν, είναι από εκείνους τους συγγραφείς που δεν γράφουν για να γράφουν. Αλλά, γράφουν γιατί μέσα τους διατηρείται φλεγόμενο το όραμα ενός κόσμου καλύτερου και δικαιότερου.
υ.γ. Για το διήγημα «Πανωλεθρίαμβος»
«Μέρες δίχως τέλος», Sebastian Barry, Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Ίκαρος, 2018
To «Μέρες δίχως τέλος» το διάβασα λάθος χρονική στιγμή. Μετά τον Κορτάσαρ και τον Σόντερς μου ήταν δύσκολο πολύ να επιστρέψω στη συμβατική (υπέροχη βέβαια), γραμμική αφήγηση του Μπάρι και να αντέξω τις σκηνές πολέμου. Παράλληλα, έχοντας διαβάσει παλιότερα το εξαιρετικό δικό του «Μακριά, πολύ μακριά» αθέλητα το συνέκρινα με το «Μέρες δίχως τέλος», μιας και έχουν παρόμοια θεματική. Πέρα, όμως, από τις αναγνωστικές μου παραξενιές, είναι ένα πολυβραβευμένο, πολύ δυνατό βιβλίο, που με φόντο τη δυστυχία και τη φρίκη του πολέμου μιλάει για την αγάπη και τη διαφορετικότητα.
Σε αυτό το μυθιστόρημα γνωρίζουμε τον Τόμας Μακ Νάλτι, έναν Ιρλανδό μετανάστη στην Αμερική του 1850. Μέσα στην ατυχία και τις κακουχίες, είχε τη μεγαλύτερη τύχη: γνώρισε τον σύντροφο της ζωής του, τον Τζον Κόουλ, πορεύονται μαζί και στη συνέχεια υιοθετούν μία μικρή Ινδιάνα. Ο Τόμας Μακ Νάλτι μάς αφηγείται τη ζωή τους, την ενηλικίωσή τους, τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, τους ινδιάνικους πολέμους, τον αμερικανικό εμφύλιο, την αγριότητα της καθημερινότητας. Διασχίζουμε μαζί τους -με τις στρατιωτικές τους πορείες κι αργότερα με τις μετακινήσεις τους για μία καλύτερη ζωή- τις πεδιάδες της Αμερικάνικης Δύσης και φτάνουμε Ανατολικά, στο Τενεσί.
Μέσα από τη λυρική, ρέουσα και ποιητική αφήγηση του ήρωα, διαφαίνεται η αγωνιώδης προσπάθεια των δύο συντρόφων να ξεφύγουν από τον θάνατο (τη σφαίρα, την πείνα, τα φυσικά φαινόμενα), γνωρίζοντας ότι η κάθε μέρα που περνάει μπορεί να είναι η τελευταία τους. Υπάρχει διαρκώς δράση, η μία περιπέτεια ακολουθεί την άλλη, οι ήρωες δεν ησυχάζουν ποτέ. Οι εξαίσιες περιγραφές της φύσης κι οι αλλαγές των εποχών καλύπτουν μεγάλη έκταση του κειμένου. Τα τοπία από τη μία στιγμή στην άλλη γίνονται πεδία μάχης. «Ένα λιβάδι με ανοιξιάτικα λουλούδια μεταμορφώνεται σε παράξενο χαλί φωτιάς.»
Ο Μπάρι πραγματεύεται πλήθος ζητημάτων, κυρίως όμως, τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, την ταυτότητα και τα στερεότυπα των κοινωνικών επιταγών. Μας δείχνει τη σύσταση μιας απρόσμενης και συγκινητικής οικογένειας, πώς νοιάζονται ο ένας για τον άλλον, πώς κάνουν ό,τι μπορούν και δεν μπορούν για να σώσουν τον άλλον. Ο Μπάρι έχει ως φόντο τη σκληρότητα και τη φρίκη του πολέμου και μιλάει στον αναγνώστη για την αγάπη. Η δύναμη της αγάπης ορθώνεται και υπερισχύει στην αφήγηση, διαπερνάει το κείμενο από την πρώτη έως την τελευταία του σελίδα.
υ.γ. Far from any road