Ο Κορτάσαρ (1914-1984) είναι ένας από τους κορυφαίους Λατινοαμερικάνους συγγραφείς και τους σημαντικότερους μοντερνιστές του 20ου αιώνα. Όταν εκδόθηκε το Κουτσό (1963) θεωρήθηκε ως «επίθεση» στο παραδοσιακό μυθιστόρημα, μιας κι είναι αντισυμβατικό, πολύμορφο, αποδομεί τους αφηγηματικούς κανόνες, μπορεί να διαβαστεί με διαφορετικούς τρόπους και επιδέχεται διαφορετικών ερμηνειών. Διαποτισμένο με έντονη ειρωνεία και χλευασμό, βασίζεται στο κολάζ, το απόσπασμα, το τυχαίο, πάει πέρα από τις λογοτεχνικές και -κατ’επέκταση- κοινωνικές συμβάσεις κι εστιάζει στην έλλειψη αυθεντικότητας στην καθημερινή ζωή.
Το είχα διαβάσει, όταν ήμουν φοιτήτρια, με τον γραμμικό τρόπο, κι ομολογώ ότι από την ανάγνωση του, μου έμεινε η πολλή μουσική, κάποιες δυνατές σκηνές και πολλές φράσεις στο σημειωματάριο. Λόγω ηλικίας ή έλλειψης εμπειρίας (ή και τα δύο) δεν μπόρεσα να εμβαθύνω στα νοήματά του και όσο προχωρούσε η αφήγηση θυμάμαι να σκοντάφτω και να δυσφορώ.
Καιρό σκεφτόμουν να το ξαναδιαβάσω στο πρωτότυπο, αλλά το γεγονός ότι φέτος επανεκδόθηκε σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη μού άλλαξε τα σχέδια. Αυτή τη φορά επέλεξα τον δεύτερο τρόπο ανάγνωσης και πραγματικά το απόλαυσα. Το πηγαινέλα από το ένα κεφάλαιο στο άλλο εμπεριέχει το στοιχείο της έκπληξης και του απροσδόκητου, εντείνει την αίσθηση του παιχνιδιού -δεν έχεις ποτέ ιδέα πόσες σελίδες έχεις διαβάσει, τη μία μέρα είσαι στην αρχή, την άλλη στο τέλος- αλλά και θεωρώ ότι αυτός ο τρόπος διαφωτίζει περισσότερο την αφήγηση και τους χαρακτήρες κι εμπλέκει περισσότερο τον αναγνώστη. Είναι ένα βιβλίο που το αγάπησα, του αφοσιώθηκα και λαχταράω να σας μιλήσω αναλυτικά γι’ αυτό.
Μετάφραση
Ο Κυριακίδης είναι πεζογράφος και πολυβραβευμένος μεταφραστής με τεράστιο κι αξιόλογο έργο. Αυτή τη φορά, όμως, αναμετρήθηκε με το θεριό –όπως ο ίδιος αποκαλεί το Κουτσό- και πραγματικά κατόρθωσε με αγάπη και κόπο να το «εξημερώσει». Η μετάφρασή του είναι θαυμάσια, θριαμβική, μας υπενθυμίζει τον αστείρευτο πλούτο και τις απροσμέτρητες δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας. Μαζί με ένα εξαιρετικά επιμελημένο παράρτημα εκατό σελίδων -ερμηνευτικές σημειώσεις, λεξικό όρων και ονομάτων, γλωσσάριο κ.α.-, ο Κυριακίδης κάνει αυτό το εμβληματικό μυθιστόρημα προσιτό στον αναγνώστη. Κι είναι συγκινητική και γενναιόδωρη η αφιέρωση του στον πρώτο μεταφραστή, τον Κώστα Κουντούρη, και στη μνήμη της Έφης Καλλιφατίδη.
Υπόθεση
Το Κουτσό αποτελείται από τρία μέρη και κύριος πρωταγωνιστής του είναι ο Οράσιο Ολιβέιρα. Ένας Αργεντινός, μποέμ, διανοούμενος, ένας απίστευτα καλλιεργημένος άνθρωπος, ο οποίος διαρκώς αναζητάει κάτι που ποτέ δε βρίσκει. «Τον πονάει η χαώδης αταξία του κόσμου», αλλά και το χάος του μυαλού του, θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο και βρίσκεται σε μία αδιάλειπτη πάλη με τον εαυτό του και τους γύρω του. Στο Κουτσό τον παρακολουθούμε να ανάβει το φιτίλι και να χαζεύει τη φωτιά «από όλες τις μεριές».
«Από την από κει μεριά»
Βρίσκεται στο μεταπολεμικό Παρίσι του 1950, στη μητρόπολη της Τέχνης. Περιπλανιέται διαρκώς στην πόλη -τους δρόμους, τις γέφυρες, τα καφέ, και τις πλατείες- είτε μόνος του είτε με τη Μάγα, τη σύντροφό του. Εκείνη είναι διαμετρικά αντίθετη από τον Ολιβέιρα. Ζει μες την απλότητα και τον αυθορμητισμό. Μαζί με μία παρέα καλλιτεχνών έχουν δημιουργήσει «τη Λέσχη του Φιδιού» και στις συγκεντρώσεις τους συζητάνε ακατάπαυστα για την Τέχνη.
«Από την από εδώ μεριά»
Ο Ολιβέιρα επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες, επανασυνδέεται με τον φίλο του Τράβελερ -με τον οποίο έχουν άλυτα ζητήματα από το παρελθόν- και γνωρίζει τη γυναίκα του, την Ταλίτα. Στο πρόσωπο της οποίας ζωντανεύει ο έρωτας του για τη Μάγα. Δουλεύουν όλοι μαζί στην αρχή σε ένα τσίρκο, αργότερα σε μία ψυχιατρική κλινική και μιλάνε για τα πάντα. Η δράση εκτυλίσσεται σε κλειστούς χώρους σε αντίθεση με το ανοιχτό Παρίσι κι ο Ολιβέιρα κλείνεται περισσότερο στον εαυτό του.
«Από άλλες μεριές»
Το τρίτο μέρος αποτελείται από ανομοιογενή μεταξύ τους κεφάλαια. Υπάρχουν επιπρόσθετα επεισόδια με τους πρωταγωνιστές – τόσο στο Παρίσι όσο στο Μπουένος Άιρες-, άρθρα από εφημερίδες (πραγματικά ή φανταστικά), αποσπάσματα από έργα άλλων λογοτεχνών. Καθώς και κεφάλαια με τη θεωρία για τη Λογοτεχνία και τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος που αναπτύσσει ένας συγγραφέας με το όνομα Μορελί. Εμφανίζεται μόνο στο τρίτο μέρος του βιβλίου και οι ιδέες του βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων της Λέσχης του Φιδιού, τις αναλύουν και τις ενστερνίζονται.
Τρόπος ανάγνωσης
Το Κουτσό δίνει στον αναγνώστη τη δυνατότητα να επιλέξει πώς να το διαβάσει: είτε με την κανονική σειρά είτε με τη σειρά που υποδεικνύει ο συγγραφέας σύμφωνα με έναν πίνακα οδηγιών στην αρχή του βιβλίου. Σε αυτή την περίπτωση αφετηρία είναι το κεφάλαιο 73. Η αφήγηση πηγαίνει εναλλάξ από το 1ο και το 2ο μέρος στο 3ο (δηλαδή 73- 1- 83-2-61- 3 κ.ο.κ), κάποια στιγμή εναλλάσσεται μόνο ανάμεσα στα κεφάλαια του 3ου και πάλι επιστρέφει στο αρχικό μοτίβο. (Το μόνο κεφάλαιο που με αυτόν τον τρόπο παραλείπεται από τον πίνακα οδηγιών είναι το 55, αλλά ενσωματώνεται στο κεφάλαιο 133).
Όποια κι εν είναι η επιλογή μας, η ιστορία παραμένει επί της ουσίας η ίδια. Ωστόσο, θεωρώ ότι με την κανονική σειρά δεν είναι προφανής η συνομιλία και η σύνδεση ανάμεσα στα πρώτα μέρη με το τρίτο, το οποίο φαντάζει ξένο ως προς το κυρίως σώμα του κειμένου. Γι’ αυτό, ο Κορτάσαρ υποστηρίζει ότι μπορεί το τρίτο μέρος να παραλειφθεί χωρίς τύψεις. (Ποιανού, όμως, του πάει η καρδιά να αφήσει διακόσιες+ σελίδες αδιάβαστες;)
Αφήγηση
Ξεκινώντας, λοιπόν, από το κεφάλαιο 73, ένιωσα ότι εμπεριέχεται σε αυτό, υπό μία έννοια, το νόημα του βιβλίου. «Προς τι η υποταγή στη Μεγάλη Συνήθεια; Μπορεί να επιλεγεί η επινόηση». Με αυτή τη διερώτηση/παρότρυνση σαν να μας προετοιμάζει για όσα θα ακολουθήσουν. Γιατί το Κουτσό βγαίνει από την πεπατημένη οδό και κινείται σε αχαρτογράφητες περιοχές της Λογοτεχνίας, της ανθρώπινης συνείδησης, της λογικής και της φαντασίας.
Εξαρχής, αντιλαμβανόμαστε πόσο ξεχωριστά και ανέλπιστα όμορφη είναι η γλώσσα του κειμένου. Ποιητική και δοκιμιακή, ειρωνική και τρυφερή, γλυκιά σαν αγκαλιά και δυνατή σαν χαστούκι, ξέφωτο να ξαποστάσεις και γκρεμός να τσακιστείς. Ο Κορτάσαρ παίζει με τις λέξεις, πλάθει καινούριες, επινοεί μία δική του γλώσσα -τα γλίγλικα-, επιδίδεται σε εντυπωσιακές εναλλαγές ρυθμού και ύφους. Υπάρχουν φορές που σου έρχεται να αναφωνήσεις, -όπως κάποια στιγμή ο ήρωας-: «Ω! Γλώσσα!».
Συγχρόνως, περνάει από τον έναν αφηγηματικό τρόπο στον άλλο με εξαίρετη μαεστρία: παντογνώστης αφηγητής, αφήγηση σε πρώτο και δεύτερο πρόσωπο, διάλογοι, μονόλογος, συνειδησιακή ροή, εγκιβωτισμοί (=ιστορίες μέσα στην ιστορία) κ.α. Με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, ο Κορτάσαρ πραγματεύεται πάρα πολλά σημαντικά θέματα με έντονη ειρωνεία. Μιλάει για τη ζωή, την έλλειψη αυθεντικότητας, τον έρωτα, την τέχνη, τη διαλεκτική, την υπαρξιακή αναζήτηση, την ελευθερία του ατόμου, τη γλωσσολογία, τη λογοτεχνία, τη θρησκεία, την επιστήμη, την πολιτική, τα ανθρώπινα βασανιστήρια, το κοινωνικό γίγνεσθαι και πολλά άλλα.
Ο Κορτάσαρ κι ο αναγνώστης
Όπως προανέφερα, θεωρώ ότι η ανάγνωση βάσει του πίνακα οδηγιών διαφωτίζει την αφήγηση. Αρχικά, γιατί τα κεφάλαια του 3ου μέρους, με την ενσωμάτωση τους στην αφήγηση, λειτουργούν σαν γέφυρες, ακτινοβολούν περισσότερο νοηματικά, μπορούν να ερμηνευτούν με πολλαπλούς τρόπους. Δεύτερον και κυριότερο, γιατί η ιδιότυπη λογοτεχνική θεωρία του Μορελί έρχεται σε αντίστιξη με την ιστορία. Ο Μορελί δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Κορτάσαρ, ο οποίος με ευφυή τρόπο διηγείται την ιστορία και την ίδια στιγμή διατυπώνει τις απόψεις του για τον τρόπο συγγραφής του ίδιου του μυθιστορήματος.
Αυτές οι απόψεις λειτουργούν ως διευκρινίσεις για τη δομή, τη μορφή, τους χαρακτήρες και το περιεχόμενο του κειμένου. Στην αρχή, για παράδειγμα, όπως είναι φυσικό, παραξενευόμαστε κι εξεγειρόμαστε με την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Ολιβέιρα- άνετα θα τον ρίχναμε στον Σηκουάνα. Στο επόμενο κεφάλαιο, όμως, αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο επιθυμεί ο συγγραφέας Μορελί/Κορτάσαρ να αποδώσει τους μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες. Κι αυτός ο τρόπος αντιστοιχεί στις ενέργειες και τη συμπεριφορά του ήρωα. Οπότε, αλλάζει η αναγνωστική οπτική μέσα από το πρίσμα της θεωρίας. Πλέον, απλά ακολουθούμε τον Ολιβέιρα σε όλα τα πρωτόγνωρα, παράλογα, παράταιρα που σκέφτεται και πράττει.
Θεωρώ ότι υπάρχουν σημεία που ο Κορτάσαρ απευθύνεται ξεκάθαρα στον αναγνώστη, τον προτρέπει να γίνει συνεργός του, να τον συνοδέψει σε αυτήν την περιπέτεια. Σαν να του λέει: «Ξέχνα όσα ήξερες. Μπορείς να διαβάσεις μία ιστορία χωρίς συμβατική πλοκή, να αντέξεις έναν ήρωα παράτολμο, κυνικό κι ασυνάρτητο; Να συγχρονιστείς μαζί μου σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούν οι μνήμες, οι αισθήσεις, οι λεπτομέρειες, το ασήμαντο; Μπορείς να νιώσεις, να δώσεις τη δική σου ερμηνεία, μπορείς να μη ψάχνεις κάποιο μήνυμα;»
Επειδή, «δεν υπάρχει μήνυμα, υπάρχουν μόνο μηνυματοφόροι και αυτό είναι το μήνυμα, έτσι όπως κι αγάπη είναι αυτός που αγαπά». Διαβάζοντας το Κουτσό με αυτόν τον τρόπο, απαλλαγμένοι από κρίσεις, συμπεράσματα, κανόνες, συμμετέχουμε σε αυτή την βιωματική περιπέτεια όπου «όλα επινοούνται ξανά» ·και από την οποία κανένας δε βγαίνει αλώβητος ούτε ο συγγραφέας ούτε ο αναγνώστης.
Τέχνη – Έρωτας – Jazz
Το Κουτσό είναι ένα Μουσείο από χαρτί. Εκατοντάδες μορφές της παγκόσμιας Τέχνης -από τον 15ο έως τον 20ο αιώνα- περνάνε από το κείμενο: συγγραφείς, ποιητές, ζωγράφοι, ηθοποιοί, γλύπτες, μουσικοί και άλλοι. Οι ήρωες συζητούν για τα καλλιτεχνικά κινήματα – τον σουρεαλισμό, τον ντανταϊσμό, κ.α-, κι όλο το βιβλίο διέπεται από την ιδέα να αντανακλάται η Τέχνη στην καθημερινή ζωή. Ο συγγραφέας αφομοιώνει με διαύγεια τις γνώσεις του και την αγάπη του για την Τέχνη στην αφήγηση. «Αυτή η νύχτα είναι σαν ένας από τους πίνακες του Ρέμπραντ, όπου φέγγει ένα ελάχιστο φως σε μία γωνία».
Ο Έρωτας, «ο δωρητής της ζωής», είναι η ανάσα του βιβλίου. Ο έρωτας για τον άλλον, για τη στιγμή, για την ομορφιά. Ενστικτώδης κι ιερός, πνευματικός κι αισθησιακός, ο «έρωτας διαβατήριο, ορειβατήριο, κλειδί, που θα χαρίσει τη σιωπή από την οποία μπορεί να αρχίσει η μουσική, τη ρίζα από την οποία μπορεί να αρχίσει να υφαίνεται η γλώσσα.»
Το κείμενο ξεχειλίζει από μουσική: κλασσική, tango,όπερα, γαλλικά, ιταλικά τραγούδια και πολλή πάρα πολλή τζαζ. (Εδώ, ένας καλός άνθρωπος έχει συγκεντρώσει σε μία playlist πολλά από τα μουσικά κομμάτια που «ακούγονται» στο βιβλίο). Ο Κορτάσαρ συνθέτει ένα αριστουργηματικό κεφάλαιο – ύμνο για τις καταβολές, τους μουσικούς -«μύθους», τους ρυθμούς της jazz, «της οικουμενικής μουσικής που φέρνει κοντά τους ανθρώπους.». Ένα κεφάλαιο που ξεσηκώνει τους λάτρεις της jazz (κι εγώ ανάμεσά τους) και δίνει την ευκαιρία σε όσους δεν τη γνωρίζουν, να την ανακαλύψουν.
Εν κατακλείδι, το Κουτσό είναι ένας ολόκληρος κόσμος, ένα μυθιστόρημα που σε προσκαλεί/προκαλεί να σκεφτείς, να ξανασκεφτείς, να αναθεωρήσεις, να αισθανθείς, να επινοήσεις, να παίξεις μαζί του. Ήταν μια ιδιαίτερη κι απίστευτης έντασης αναγνωστική εμπειρία και σίγουρα θα επιστρέψω σε αυτό να το ξαναδιαβάσω με τυχαίο τρόπο. Μου έδωσε πολλές ιδέες, πάρα πολλές γνώσεις (μαθαίνεις πολλά με το παράρτημα) διέτρεξα όλη τη κλίμακα των συναισθημάτων κι υπήρχαν σημεία που γέλασα πολύ. Περισσότερο, όμως, ένιωσα εκρηκτική χαρά για τις δυνατότητες της Λογοτεχνίας και του ανθρώπινου πνεύματος και πικρή μελαγχολία που η καθημερινότητα μας είναι αιχμάλωτη της Μεγάλης Συνήθειας.
«Να καταθέσεις τη μαρτυρία σου, ν’ αγωνιστείς ενάντια στο τίποτα που θα μας σαρώσει»
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις Όπερα, 2018
υ.γ. Το ομώνυμο τραγούδι με στίχους από το Κουτσό
Ο Κορτάσαρ διάβαζει το κεφάλαιο 7
Ο κυνισμός του Ολιβέιρα σε ένα τραγούδι
Κυρίες και κύριοι, o Jelly Roll Morton!