Ήρθε ο Μάρτιος με τα μαρτάκια του, τις κυκλοθυμίες, το γλυκό του φως κι ένα νοσταλγικό και φορτισμένο ταξίδι. Με την «Πατρίδα» του Αραμπούρου επέστρεψα ξανά εκεί όπου είχα πάει φοιτήτρια με το πρόγραμμα «Erasmus», στη Βόρεια Ισπανία, τη Χώρα των Βάσκων. Είναι ένας εντυπωσιακής ομορφιάς τόπος, με μακραίωνη Ιστορία, όπου μιλιέται μία από τις αρχαιότερες γλώσσες, που δεν συγγενεύει με καμία ινδοευρωπαϊκή και παραμένει μυστηριώδης η προέλευσή της (από μία απόπειρα μου να τη μάθω, μου ‘χει μείνει το βασκικό-ισπανικό λεξικό). Όπως διάβαζα το βιβλίο από τον ασκό των αναμνήσεων ξεπετάγονταν εικόνες, ογκώδη βουνά, το πανέμορφο Σαν Σεμπαστιάν, η πεισματικά διαρκής βροχή, πέτρινα χωριά, καταπράσινοι ορίζοντες, ο άγριος σαν θεριό Ατλαντικός, βασκικές λέξεις, ανοιχτόκαρδοι άνθρωποι, ανεξάντλητοι περίπατοι πλάι στο ποτάμι-φίδι, στο αγαπημένο Μπιλμπάο, η γνωριμία με την φίλη/αδερφή μου, Itziar (kaixo, polita!)- και τόσα ακόμα.
Όπως και θυμάμαι σαν τώρα, το ηλεκτρισμένο κλίμα από την «παρουσία» της ΕΤΑ παντού, στους τοίχους -συνθήματα και γκράφιτι με το έμβλημά της (τον πέλεκυ και το φίδι)-, στο Πανεπιστήμιο -εκδηλώσεις, διενέξεις-, στα μπαλκόνια κρέμονταν σημαίες, στους δρόμους πορείες από τους συγγενείς των φυλακισμένων μελών. Η ΕΤΑ (=Βασκική Γη και Ελευθερία) συστάθηκε τη δεκαετία του ’60 επί δικτατορίας του Φράνκο, ως απάντηση στο καθεστώς καταπίεσης και τη συστηματική επίθεση στη βασκική ιδιαιτερότητα -εξορίστηκαν χιλιάδες Βάσκοι πολίτες, απαγορεύτηκε η χρήση της βασκικής γλώσσας- για να διαφυλάξει την πολιτιστική κληρονομιά . Στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε σε εθνικιστική ένοπλη οργάνωση με στόχο την αυτονομία από το ισπανικό κράτος και ευθύνεται για τον θάνατο οχτακόσιων και ανθρώπων.
Ωστόσο, ο κόσμος, τότε, ήταν μοιρασμένος, σαν ζαλισμένος από ένα κακό όνειρο. Κάποιοι υποστήριζαν την ΈΤΑ και τη δράση της, κάποιοι άλλοι ζούσαν με τον φόβο της, οι μεν θεωρούσαν τα μέλη της αυτονομιστές, αγωνιστές, για τους δε ήταν δολοφόνοι, τρομοκράτες και τίποτα περισσότερο. Πέρσι, η οργάνωση κατέθεσε οριστικά τα όπλα, όμως για την Χώρα των Βάσκων είναι μία πληγή ανοιχτή κι αυτήν την πληγή ψηλαφίζει ο Αραμπούρου (1959) με την πολυβραβευμένη «Πατρίδα», ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο κι ανθρωποκεντρικό, γραμμένο με αίμα και μελάνι.
Ο συγγραφέας μάς διηγείται πώς ήταν η ζωή στον τόπο καταγωγής του τα τελευταία τριάντα χρόνια, -από τα μέσα του ’80 έως το 2011-, μέσα από την ιστορία και την καθημερινότητα δύο οικογενειών. Η Μίρεν και η Μπιτόρι είναι φίλες από την παιδική τους ηλικία και συνδέονται με βαθειά και μακροχρόνια φιλία κι οι οικογένειές τους. Μέχρι που ο γιος της πρώτης, ο Χοσέ Μαρί, εντάσσεται στους κόλπους της ΈΤΑ και ο σύζυγος της δεύτερης, ο Τσάτο, δέχεται συνεχείς και σοβαρές απειλές από την οργάνωση, γιατί αρνείται να καταβάλλει για δεύτερη φορά «επαναστατικό φόρο για τον αγώνα».
Τότε, εν μία νυκτί, διακόπτουν κάθε σχέση μεταξύ τους και σύσσωμη η κοινωνία του χωριού απομονώνει την οικογένεια του, της κάνει τον βίο αβίωτο, μέχρι που ο Τσάτο δολοφονείται και εγκαταλείπουν τον τόπο τους, βρίσκοντας καταφύγιο στο Σαν Σεμπαστιάν. Η αφήγηση αρχίζει τη μέρα που η ΈΤΑ ανακοινώνει την παύση πυρός κι η Μπιτόρι επιστρέφει στο χωριό της, μετά από πολλά χρόνια, αποφασισμένη να μάθει, πάση θυσία, ποιος ήταν ο δολοφόνος του άντρα της, έχοντας υποψίες ότι πρόκειται για τον γιο της πάλαι ποτέ καλύτερης της φίλης , ο οποίος πλέον γερνάει στη φυλακή.
Η ιστορία ξεδιπλώνεται με άλματα στο χρόνο και χωρίζεται σε πολλά σύντομα κεφάλαια. Με εννιά κεντρικούς ήρωες κι ακόμα περισσότερους δευτερεύοντες χαρακτήρες -σύντροφοι, γείτονες, αγωνιστές- η «Πατρίδα» είναι ένα πολυπληθές, πολυφωνικό μυθιστόρημα. Σε κάθε κεφάλαιο ο Αραμπούρου διηγείται στιγμιότυπα από τη ζωή του κάθε ήρωα ξεχωριστά, πριν και μετά τη δολοφονία του Τσάτο. Με αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύει τις παράλληλες ζωές των δύο οικογενειών, σε μία διαρκή εναλλαγή από το φως των ευτυχισμένων ημερών της φιλίας τους, στη σκιά του χωρισμού, του πόνου και του χάους που ακολούθησε. Ο συγγραφέας γράφει προφορικά, απλά κι εκφραστικά, όπως μιλάνε οι ήρωες του, και μοιάζει σαν να σου συστήνονται από μόνοι τους. Ακούς την ιστορία τους, τους γνωρίζεις μέσα στην πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις τους, παρακολουθείς την εξέλιξη τους από το ένα επεισόδιο στο άλλο. Κανένας ήρωας δεν παραμένει ίδιος από την αρχή έως το τέλος, τίποτα δεν είναι άσπρο ή μαύρο.
Λόγω των πολλών κεφαλαίων και της προφορικότητας, δεν του φαίνονται καθόλου οι επτακόσιες σελίδες του, είναι μυθιστόρημα ευκολοδιάβαστο. Η αφήγηση γίνεται, σε μεγάλο βαθμό, με ερωταποκρίσεις/ρητορικά ερωτήματα είτε στους -ολοζώντανους- διαλόγους είτε στο κυρίως κείμενο. Ωστόσο, η συχνότητα των ερωταποκρίσεων, ενώ φορές δίνει ένταση -όπως στην τελική σκηνή, όπου η απάντηση σου φέρνει ρίγος-, υπάρχουν φορές που δεν ταιριάζει και ρίχνει τη θερμοκρασία της αφήγησης. Αλλά δεν έχω άλλη ένσταση, η «Πατρίδα» είναι ένα πολύ δυνατό, συγκινητικό βιβλίο με ξεχωριστούς και πειστικούς χαρακτήρες -η Αράντσα θα μου μείνει αξέχαστη- και με έξοχες περιγραφές της Χώρας των Βάσκων. Το οποίο πραγματεύεται, πέρα από το ζήτημα της τρομοκρατίας, πλήθος θεμάτων: τη μητριαρχική κοινωνία, τις οικογενειακές σχέσεις, τον συντηρητικό μικρόκοσμο που καθορίζει τις ζωές των άλλων, τον πολιτικό φανατισμό, τον ρόλο της Εκκλησίας (ο ιερέας κηρύττει στη λειτουργία την αγάπη για το πλησίον και πίσω από τις πλάτες των πιστών κάνει προπαγάνδα για τον ένοπλο αγώνα) και πολλά άλλα.
Ο Αραμπούρου δεν κρίνει, δεν παίρνει πολιτική θέση, ούτε διερευνά τα αίτια του κοινωνικού διχασμού. Μας δίνει ένα εντυπωσιακά διεισδυτικό ψυχογράφημα των θυμάτων και των θυτών, που κι εκείνοι στην ουσία θύματα είναι, γιατί από τον ολέθριο φαύλο κύκλο της βίας κανείς ποτέ δε βγήκε κερδισμένος. Στην «Πατρίδα» παρουσιάζονται τόσο οι θύτες όσο και τα θύματα στην ανθρώπινη υπόσταση τους κι όχι ως νούμερα στατιστικών. Οι θύτες κλονίζονται, χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, ενώ τα θύματα ορθώνονται κι αποκτούν φωνή. Σαν ο πόνος κι η αξιοπρέπεια τους να είναι το μολύβι με το οποίο ο Αραμπούρου έγραψε αυτό το μυθιστόρημα, για να μιλήσει για τη μνήμη, τη συγγνώμη και την ανάγκη της συγχώρεσης.
Μετάφραση: Τ. Σπερελάκη
Εκδόσεις Πατάκη, 2017
υ.γ. Για τη Νοσταλγία
Βασκικό τραγούδι που «ακούγεται» στο βιβλίο
Ένα από τα αγαπημένα της αγαπημένης μου Ιtziar
Υπέροχο κείμενο!Εντυπωσιακό ότι ένα βιβλίο μπορεί να σου θυμίσει τόσα βιώματα και εμπειρίες!Χαίρομαι πολύ που σου άρεσε!Καλή αναγνωστική συνέχεια! 🙂
Σ’ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και το σχόλιο σου, Τζωρτζίνα!
Πράγματι, είναι πολύ όμορφο να γνωρίζεις και να αγαπάς τον τόπο,
όπου εκτυλίσσεται η ιστορία, φορτίζεται η ανάγνωση.
Κι η Χώρα των Βάσκων είναι μοναδική και πονεμένη.
Καλή μας συνέχεια! Φιλιά πολλά!
Oh! Marina neuria, mila esker oroitzapengatik!
Ευχαριστώ για τη μνήμη.
¡Muchas gracias a ti, Itzuli mou!
¡Tengo tantas ganas de verte y de volver a Bilbao!
Maite zaitut.