Τέλος καλοκαιριού -πάντα-υπό τη συνοδεία της γνωστής μελαγχολίας. Και με τη γνώση πώς όλο τον χειμώνα θα αναπολώ τις ήσυχες μέρες του Αυγούστου, στην αλμύρα και την ξαστεριά. Τον τελευταίο καλοκαιρινό μήνα, διάβαζα μπροστά στη θάλασσα. Από εκεί ταξίδεψα στη Βόρεια και Νότια Αμερική με τις «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς» και στη Γερμανία του 1918 με το «Ονειροπόλοι»
«Οδηγίες για οικιακές βοηθούς», Lucia Berlin, Μετάφραση: Κ. Σχινά, Εκδόσεις Στερέωμα, 2018
Η Μπερλίν (1936-2004) ανήκει σε εκείνους τους συγγραφείς που αγνοούνται όσο είναι εν ζωή κι ανακαλύπτονται μετά θάνατον. Η ανακάλυψη της έγινε το 2015, όταν εκδόθηκε το «Οδηγίες για Οικιακές Βοηθούς», που περιλαμβάνει 43 από τα καλύτερα διηγήματα της κι έγινε μπεστ σέλλερ στην Αμερική.
Για μένα ήταν η έκπληξη της χρονιάς αυτή η συλλογή. Με το που άρχισα να διαβάζω, είχα την αίσθηση ότι μου έρχεται καταπρόσωπο η ζωή. Η ζωή με ό,τι εμπεριέχει, σε κάθε της έκφανση, με όλη την ανεξάντλητη ποικιλία της. Η γραφή της Μπερλίν είναι τόσο αυθεντική, παλλόμενη και ανθρώπινη που όσο διάβαζα τόσο περισσότερο ένιωθα ότι η Μπερλίν είναι δικός μου άνθρωπος, ότι συναντιόμαστε -σε κάθε διήγημα- και μου λέει τις ιστορίες της.
Μέσα από τα αυτοβιογραφικά διηγήματά της, ο αναγνώστης μπορεί να συνθέσει τη ζωή της, η οποία ήταν χίλιες ζωές σε μία. Και τι δεν έζησε! Περιπέτειες, πάθη, εμπειρίες, απώλειες και τραύματα, όλα στον υπερθετικό βαθμό. Από παιδί αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, δε ριζώνει σε έναν τόπο, μετακινείται γεωγραφικά διαρκώς, το μαύρο σύννεφο του αλκοολισμού πάνω από την οικογένεια της (τον παππού, τον θείο και τη μητέρα της) ακολουθεί και την ίδια, χωρίζει τρεις φορές κι αναγκάζεται να κάνει ένα σωρό διαφορετικές δουλειές για να μεγαλώσει τα τέσσερα παιδιά της (νοσοκόμα, οικιακή βοηθός, τηλεφωνήτρια κ.α).
Ωστόσο, η Μπερλίν δεν εξιστορεί απλά τις αναμνήσεις της. Τις επεξεργάζεται με διαύγεια κι απλότητα, τις διανθίζει με ποιητικότητα, στοιχεία υπερβολής, γλαφυρές εικόνες, επινοεί γεγονότα και κάνει λογοτεχνία αξιώσεων. Μεταμορφώνει το προσωπικό της βίωμα σε πανανθρώπινη αλήθεια που την εισπράττουμε σελίδα τη σελίδα. Παρά τις αντιξοότητες και τις πίκρες που γεύτηκε, δεν παύει να αναζητάει την αλήθεια και την απόλαυση, δε χάνει την πίστη της στη ζωή, τον έρωτα, τον άνθρωπο. «Έζησε μέσα στα πάθη, χωρίς, όμως, ποτέ να εγκαταλείπει το μεγαλύτερο: τη γραφή»
Το «Οδηγίες για οικιακές βοηθούς» μοιάζει σαν να είναι μία ιστορία. Κάποια διηγήματα συνεχίζουν τα προηγούμενα κι υπάρχουν χαρακτήρες που εμφανίζονται πάνω από μία φορά. Πρωταγωνιστούν κυρίως γυναίκες, όμως όλοι οι ήρωές της αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, εγκλωβίζονται σε αδυναμίες, πένθη, απώλειες και ματαιώσεις. Πηγαίνουμε μαζί τους από τα δημόσια πλυντήρια σε πολυτελή ξενοδοχεία, από το βυθό του Ειρηνικού σε τροχόσπιτα, από κέντρα αποτοξίνωσης σε πολύβουες μεγαλουπόλεις. Σκληροί ή ευαίσθητοι, λογικοί ή παράλογοι, μεθυσμένοι ή νηφάλιοι, παρά την απόγνωση ή τα αδιέξοδα τους, τους ενώνει μία διακαής ανάγκη για αξιοπρέπεια, τρυφερότητα, μία σπαραχτική λαχτάρα για τη ζωή.
Η Μπερλίν επωμίζεται το φορτίο τους, τους κατανοεί, νιώθει για εκείνους μία πρωτοφανή ενσυναίσθηση, σαν να ρίχνει ένα θερμό φως στα πρόσωπά τους και λάμπει η διαφορετικότητα, η μοναξιά, η ασχήμια, οι διαψεύσεις, τα πάθη, τα σημαντικά μα και τα ασήμαντα τους. «Η γη απλώς γυρίζει. Τίποτα δεν έχει σημασία, το ξέρεις; Θέλω να πω πραγματική σημασία. Κι όμως, μερικές φορές, έστω και για ένα δευτερόλεπτο, σε πλημμυρίζει αυτή η θεία χάρη, αυτή η βεβαιότητα ότι όλα έχουν σημασία, και μάλιστα μεγάλη».
Τα διηγήματά της Μπερλίν είναι απροσδόκητα, μινιμαλιστικά, κι έχουν κάτι το θεραπευτικό. Δεν τελειώνουν με το τέλος. Διαβάζεις πιο πολλά από αυτά που είναι γραμμένα. Με χιούμορ, εντιμότητα, φωτεινή ειρωνεία, με πλήθος λογοτεχνικών και μουσικών* αναφορών η Μπερλίν μπορεί να πλάσει μία συναρπαστική ιστορία από/για το οτιδήποτε την περιστοιχίζει. Να μιλήσει για όλα όσα υπάρχουν μέσα μας με ποτάμια λέξεων, φράσεων, μεταφορών, σκηνών κι εικόνων, που συνεχίζουν μετά την ανάγνωση να κυλάνε στο μυαλό σου και να σε συγκινούν.
Στο σύνολο τους είναι διηγήματα εκπληκτικά -εξαιρετική η μετάφραση-, καθυστερούσα την ανάγνωση για να μην τελειώσουν. Δεν ξέρω ποιο να ξεχωρίσω, αλλά ξέρω ότι θα επιστρέφω σε αυτό το βιβλίο και στη Μπερλίν και χαίρομαι που βγήκε από τη λήθη. Είναι σαν να δικαιώθηκε. Για επίλογο δανείζομαι τα λόγια που είπε ο Μάνος Χατζιδάκις -για τη Μάτση Χατζηλαζάρου- που θα μπορούσαν να ειπωθούν εξίσου για τη Μπερλίν:
“Τα αληθινά κορίτσια δε χάνονται ποτέ. Δεν τ’ αρπάζει ο καιρός.
Ξανάρχονται με τη μορφή βιβλίων, προσευχών και τραγουδιών“.
*Εδώ είναι οι μουσικές που «ακούγονται» στα διηγήματα.
Εδώ διαβάζει η ίδια το διήγημα: “Ο τζόκεϊ μου”
υ.γ. Well the music plays and you display your heart for me to see
«Ονειροπόλοι: Όταν οι συγγραφείς πήραν την εξουσία – Γερμανία, 1918», Volker Weiderman, Μετάφραση: Μ. Αγγελίδου, Εκδόσεις Άγρα, 2019
Γνώρισα τον Βάιντερμαν (1969) με το εξαιρετικό του μυθιστόρημα «Οστάνδη 1936» κι έσπευσα να διαβάσω το «Ονειροπόλοι» με τη σιγουριά ότι και σε αυτό αναπλάθει με μαεστρία μία ιστορική στιγμή. Αυτή τη φορά μάς διηγείται την περιπέτεια της Δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε στο Μόναχο μετά το τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, συνθέτοντας ένα ζωντανό και παλλόμενο χρονικό των γεγονότων.
Με την έναρξη της αφήγησης, βρισκόμαστε στο Μόναχο στις 7 Νοεμβρίου 1918 κι ακολουθούμε ένα εξεγερμένο πλήθος που ξεχύνεται στους δρόμους, απαιτώντας ειρήνη και δημοκρατία. Δεκάδες χιλιάδες εργάτες, συνδικαλιστές, καλλιτέχνες και διανοούμενοι πηγαίνουν στα στρατόπεδα, παίρνουν τους στρατιώτες με το μέρος τους, απελευθερώνουν τους κρατούμενους από τις φυλακές και καταλαμβάνουν το Κοινοβούλιο μέσα σε κλίμα θριάμβου. Ο βασιλιάς εκθρονίζεται, η επανάσταση νικάει αναίμακτα. Από κείνη τη νύχτα έως τον Απρίλιο του 1919 η Δημοκρατία των Συμβουλίων (ή των σοβιέτ) αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση, της οποίας ηγούνται διαδοχικά ο κριτικός θεάτρου, Κουρτ Άισνερ και ο ποιητής και συγγραφέας, Έρνστ Τόλλερ. Δύο «Ονειροπόλοι» που ένιωσαν έντονα τους κραδασμούς του καιρού τους και που προς στιγμή πίστεψαν ότι θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.
Ο Βάιντερμαν, έπειτα από ενδελεχή έρευνα, κινούμενος ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία, -πηγαίνοντάς μας μπρος πίσω στον χρόνο- επικεντρώνεται κυρίως στη δράση, τη προσωπικότητα και τα ηθικά διλήμματα των πρωτεργατών της επανάστασης, Άισνερ και Τόλλερ. Συγχρόνως, φιλοτεχνεί αριστοτεχνικά τα πορτρέτα διάσημων ανθρώπων του πνεύματος – Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Τόμας Μάνν, Όσκαρ Μαρία Γκραφ και πολλών άλλων- που υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αυτής της συγκλονιστικής περιόδου. Παραθέτοντας αποσπάσματα από τα βιβλία, τα ημερολόγια και τις επιστολές τους ο συγγραφέας καταδεικνύει με σαφήνεια πώς οι αποφάσεις κι οι αντιδράσεις τους, τότε, διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό τη μετέπειτα ζωή και το έργο τους.
Η αφήγηση είναι κινηματογραφική, χτίζεται βάσει του πώς και του γιατί συνέβησαν τα γεγονότα, εμπλουτίζεται διαρκώς με νέα πρόσωπα και ρέει ορμητικά με έντονα συναισθήματα και στοιχεία θρίλερ. Μας μεταφέρει με ενάργεια το κλίμα των ημερών και ζωντανεύει όσους βρέθηκαν στις πρώτες γραμμές του κινήματος.
Ο Άισνερ κι ο Τόλλερ –πασχίζουν να υλοποιήσουν το όραμά τους για μία ελεύθερη κι ανεξάρτητη Βαυαρία, όπου θα κυβερνάει η φαντασία κι οι ιδέες. Μια χώρα «αλληλεγγύης, ανθρωπιάς, άμεσης δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης», που θα διευθύνεται από συμβούλια συγγραφέων, ποιητών κι εργατών, όπου όλοι θα συναποφασίζουν για όλα, αποκλείοντας την πιθανότητα να ξαναγίνει πόλεμος. «Αν μπει η τέχνη στην υπηρεσία του λαού, τότε θα ξημερώσει νέο μέλλον στη ζωή των εθνών». Παρά την ευρεία κοινωνική αποδοχή αυτής της κυβέρνησης και την αποφυγή κάθε μορφής βίας, της ασκείται σκληρή αντιπολίτευση από όλα τα πολιτικά στρατόπεδα και στο τέλος βάναυση καταστολή. Οι πρωτεργάτες της Δημοκρατίας των Σοβιέτ, μετά την κατάλυσή της, είτε θα δολοφονηθούν είτε θα φυλακιστούν είτε οι ίδιοι θα δώσουν τέλος στη ζωή τους.
Ο Βάιντερμαν με το ελεγειακό κι ατμοσφαιρικό του μυθιστόρημα μάς «βάζει στην καρδιά του επαναστατημένου πλήθους». Μας μεταδίδει τον φλογερό ενθουσιασμό, τη χαρά, την ευφορία, τις ελπίδες των πρωταγωνιστών. Γινόμαστε κοινωνοί του οράματός τους, αντηχεί στο μυαλό μας ξανά και ξανά η φράση του Τόλλερ «δεν είμαι κουρασμένος». Αλλά και απογοητευόμαστε με τις ήττες, το τραγικό κι άδοξο τους τέλος και δεν παύουμε να αναρωτιόμαστε πώς θα ήταν η ανθρωπότητα, αν η Δημοκρατία των Συμβουλίων του Μονάχου δεν κατακρημνιζόταν. Ιδιαίτερα, όταν συναντάμε στις σελίδες των «Ονειροπόλων» τον Χίτλερ, τότε που ήταν δεκανέας, στρατιώτης του Άισνερ, ένα μικρό κομματάκι αυτού του τεράστιου πλήθους, προτού όλα τυλιχθούν στο χάος που επέφερε.
Ίσως η αναφορά πλήθους ονομάτων κουράσει τον αναγνώστη. Όμως, μας δίνεται μία πολύτιμη ευκαιρία να τα αναζητήσουμε και να διευρύνουμε τις γνώσεις μας για εκείνη την ταραχώδη και συναρπαστική ιστορική περίοδο, όταν «χιλιάδες μικρές καταιγίδες είχαν ενωθεί κι είχαν γίνει μία σκοτεινή τρομερή θύελλα, τυφώνας έτοιμος να ξεσπάσει». Οι «Ονειροπόλοι» ήθελαν το καλύτερο και κατέληξαν στη φρίκη, αλλά ήταν οι πρώτοι κι εντελώς απροετοίμαστοι, «το συγκεκριμένο επεισόδιο είχε κακό τέλος, η ιστορία, όμως, δεν έχει τελειώσει ακόμα…»